- πληροφορήσῃς
- πληροφορέωbring full measureaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λάππα — Στο Κέντρο Πληροφόρησης της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου και του δάσους της Στροφυλιάς, που λειτουργεί από το 1998 στο χωριό Λάππας, σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από τον πυρήνα του υγρότοπου, μπορείτε, στο πλαίσιο της γενικότερης πληροφόρησής… … Dictionary of Greek
αιφνιδιασμός — Στην πολεμική τέχνη α. ονομάζεται η πολεμική ενέργεια που προετοιμάζεται με άκρα μυστικότητα και εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιπάλων, καταλαμβάνοντας απροετοίμαστο –για μια τέτοια ενέργεια–… … Dictionary of Greek
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
πληροφόρηση — η / πληροφόρησις, ήσεως, ΝΑ [πληροφορώ] 1. νεοελλ. παροχή πληροφοριών, ενημέρωση 2. φρ. «επιστήμη πληροφόρησης» μαθημ. η πληροφορική αρχ. ωριμότητα («τῶν σπερμάτων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς πληροφορήσεις», Πτολ.) … Dictionary of Greek
πολύτεχνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος της Αηδόνας, η οποία καυχήθηκε ότι ήταν περισσότερο ευτυχισμένη από την Ήρα επειδή ζούσε αρμονικότερα με τον άντρα της από ό,τι η θεά με τον Δία. * * * η, ο/πολύτεχνος, ον, ΝΑ επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές… … Dictionary of Greek
σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… … Dictionary of Greek
Βασιλείου, Γιώργος — (Αμμόχωστος 1931 –). Κύπριος οικονομολόγος και πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1988 93). Σπούδασε οικονομικά στα πανεπιστήμια της Γενεύης, της Βιέννης και της Βουδαπέστης. Ειδικεύτηκε σε θέματα εμπορίας και έρευνας της αγοράς στο… … Dictionary of Greek